- κατασπιλώ
- κατασπιλῶ, -όω (Α)βλ. κατασπιλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατασπιλώνω — (Α κατασπιλῶ, όω) [κατάσπιλος] 1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω 2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον … Dictionary of Greek